- υποεπιτροπή
- Σώμα που συγκροτείται μέσα στους κόλπους μιας επιτροπής και βρίσκεται σε μια σχέση εξάρτησης μαζί της, όπως περίπου η επιτροπή η ίδια απέναντι στο φορέα που την έχει συστήσει. Συνήθως, έχει σκοπό τη διεκπεραίωση έργου εξειδικευμένου και συγκεκριμένου, είτε αυτοτελώς, είτε σε συνάρτηση με άλλες υ., με προοπτική τη σύνθεση του όλου έργου από την επιτροπή. Η λειτουργία κοινωνικών φορέων, ομάδων και πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, με το σύστημα των επιτροπών, είναι πολύ διαδεδομένη. Πολλοί οργανισμοί, ιδιαίτερα κομματικοί, ονομάζουν το κεντρικό σώμα τους Επιτροπή (Κεντρική Επιτροπή ή Διοικητική Επιτροπή) και μοιράζουν τη δραστηριότητα τους σε επιτροπές κατά κλάδους ή και με τοπικά κριτήρια (Επιτροπή Παιδείας, Νομική κλπ. ή Νομαρχιακή ε.).
Dictionary of Greek. 2013.